παχυβλεφαρία

παχυβλεφαρία
πᾰχυ-βλεφᾰρία, ,
A swelling of the eyelids, Cyran.35.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παχυβλεφαρία — παχυβλεφαρίᾱ , παχυβλεφαρία swelling of the eyelids fem nom/voc/acc dual παχυβλεφαρίᾱ , παχυβλεφαρία swelling of the eyelids fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυβλεφαρία — ἡ, Α η εξόγκωση, το φούσκωμα, το πρήξιμο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + βλεφαρία (< βλέφαρος < βλέφαρον)] …   Dictionary of Greek

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”